- εξεγγύησις
- ἐξεγγύησις, η (Α) [εξεγγυώ] εγγύηση για να αποφυλακιστεί κάποιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξεγγύησις — giving of bail fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεγγύησιν — ἐξεγγύησις giving of bail fem acc sg ἐξεγγυάω give up pres ind act 3rd sg ἐξεγγυάω give up pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)